- προσερπύσας
- προσερπύσᾱς , προσέρπωcreepaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεξανίσταμαι — Α [ἐξανίσταμαι] 1. σηκώνομαι μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προσερπύσας καὶ λαβόμενος τοῡ ἱματίου ταῑς χερσὶ καὶ προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα», Πλούτ.) 2. σηκώνομαι για να συναντήσω κάποιον … Dictionary of Greek